- ὀρχηστοπάλη
- ὀρχηστο-πάλη [pron. full] [ᾰ], ἡ,A a combination of dancing and wrestling, CIL9.1663 ([place name] Beneventum); ὀρκιστοπάλη· hormestapala, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορχηστοπάλη — ὀρχηστοπάλη, ἡ (Α) συνδυασμός χορού και πάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστής + πάλη] … Dictionary of Greek
ορχηστοπαλάριος — ὀρχηστοπαλάριος, ὁ (Α) έμπειρος στην ορχηστοπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστοπάλη + κατάλ. άριος (< λατ. arius)] … Dictionary of Greek